Πράξη
Γ’/ 31 Αυγούστου 0015 μ.θ.
Για
πολλοστή φορά θα γράψω για αυτό που αγαπώ και ας έχω καιρό να το κάνω. Κάθε
φορά η αγάπη μου προς αυτό εκφράζεται διαφορετικά. Παρόλα αυτά ,όλες οι διαφορές
είναι ακριβώς ίδιες στα μάτια μου.
Εγώ απλά θέλω να κάνω το κέφι μου. Δεν θέλω ούτε
και γουστάρω πολλά πολλά. Μην μου σπας τα παπάρια. Θέλω να μπαίνω στο νερό ,να
μην μιλάω σε κανέναν και να πηγαίνω όπου γουστάρω. Γιατί αν το βάλω στόχο μπορώ
να φτάσω και στην Εύβοια σε χρόνο ελάχιστο. Και αν δεν έχει αέρα θα βάλω το χέρι
μου για κουπί.
Μην μου σπας τα παπάρια. Θέλω την ηρεμία μου.
Μην μου σπας τα παπάρια ,θέλω να εκτονωθώ μόνο. Μην μου σπας τα παπάρια ,δεν
γουστάρω ούτε τους περίγυρους. Μην μου σπας τα παπάρια ,δεν γουστάρω τους πρωταθλητισμούς
,ούτε τα κύπελλα με τις φωτογραφίες στο αποσαθρωμένο και σκουριασμένο βάθρο του
άγνωστου ναύτη.
Είναι όλη αυτή η ηρεμία που η φύση απλόχερα
σου προσφέρει. Είναι ο αφρός της θάλασσας που σε κάνει να προχωρήσεις. Είναι το
ύψος των κυμάτων που σε κάνουν να λες θα το σπάσω το ριμάδι και μετά ας πνιγώ.
Είναι αυτό το κάτι που σου προκαλεί αυτό το ρίγος αλλά και τον ταυτόχρονο
σεβασμό. Υποτάσσεσαι στην μαγεία της και αυτή σου επιτρέπει να τρως κύματα της στην
μούρη.
Εκεί μέσα μόνο σαν ζώο μπορείς να
συμπεριφερθείς. Μόνο κραυγές βγάζεις. Χρησιμοποιείς το μυαλό σου και ταυτόχρονα
αποδέχεσαι τον ζωώδη χαρακτήρα σου. Σκούζεις ,πονάς ,κοπανάς το κεφάλι σου
,βουτάς το κεφάλι σου στο νερό να δροσιστεί και μετά το αλάτι σε καίει. Και
μετά το ξαναβάζεις στο νερό και μετά σε ξανακαίει. Όλη μου η ζωή βρίσκετε σε
αυτές τις κινήσεις. Κάθε πανάδα και χαρά. Κάθε χαρά και σκέψη.
Πας χαλαρός με τον καφέ στο χέρι σου. Αργά
αργά ετοιμάζεις το παλάτι σου. Ισιώνεις τα σχοινιά σου, πετάς τις βρομιές με τα
γυμνά σου χέρια ,βαράς το τιμόνι για να κλειδώσει. Αφού του λές λίγα βρομόλογα
που μόνο αυτό αναγνωρίζει ,ρίχνεις έναν γρήγορο έλεγχο μην πνιγείς πριν την ώρα
σου. Αλλάζεις ,φοράς τα τρύπια αντιανεμικά σου. Φοράς το ομορφότερο χαμόγελο
σου και τα πόδια σου ήδη ακουμπάνε στην άμμο.
Πρωτού καν το σκεφτείς έχεις πηδήξει στην
ψαρόβαρκά σου και την κουνάς πέρα δώθε γελώντας σαν μικρό παιδί. Κάνεις
κολοδάκτυλο στον πατέρα σου ευχαριστώντας τον ,που σε μύησε σε αυτήν την
παρωδία. Αυτός όμως δεν το βλέπει ,του έχεις ήδη ξεφύγει. Φτάνεις στα βαθειά.
Τα κατάρτια σου πονάνε και σκούζουν νευρικά. Έχουν παλιώσει. Τα έχει φάει το
αλάτι. Και πάλι στα παπάρια σου. Μην μου σπας τα παπάρια. Κάθε φορά είναι
μοναδική. Εδώ δεν μετράνε οι αποσβέσεις σου ,ούτε τα κεφάλαια της χορηγίας σου.
Για σένα μπορεί να είναι πολύτιμα ,αλλά εκεί μέσα είναι τα μόνα που δεν
σκέφτομαι. Λούσου τα τώρα. Εσύ μου φόρεσες το πρώτο σωσίβιο. Εσύ με επιδότησες.
Δεν αναγνωρίζω τίποτα. Εσύ φταις.
Μην μου σπας τα παπάρια. Όταν βγάλω λεφτά θα
σου τα γυρίσω και με τόκο. Επίσης όταν βγάλω κολόχαρτα κάθε μήνα θα παίρνω και
ένα σετ κατάρτια. Θα βουτάω με αέρα. Θα καβαλάω τα κύματα ουρλιάζοντας σαν τον
ακέφαλο καβαλάρη. Θα χοροπηδάω πάνω στο σκάφος για να βλέπω το κατάρτι να
λυγίζει. Εκεί μέσα μπορώ να κάνω ότι γουστάρω χωρίς να με βλέπει κανείς. Δεν υπάρχει
πολιτισμός ούτε πρέπει. Υπάρχει μόνο σεβασμός.
Αν είχα την επιλογή να διαλέξω σπίτι ,θα
διάλεγα την θάλασσα. Ένα κατάστρωμα ,δυό πανιά ,ένα στρώμα ,ένα φουρνάκι και
μία λεκάνη είναι ικανά να απαλύνουν τον όποιο πόνο μου. Βλέπεις όταν με τα λίγα
είσαι εντάξει ,το όποιο υπόλοιπο κενό το γεμίζει αυτό το βαθύ μπλε. Μία
σκουρίζει ,μία πρασινίζει. Δεν θες πολλά ,πίστεψέ με.
Η θάλασσα με έκανε να δεχτώ τον εαυτό μου.
Μου έδειξε τα όρια μου και πως μπορώ να τα ξεπεράσω. Με έκανε να θέλω να σπάσω
τα γόνατα και την μέση μου. Είμαι αυτός που είμαι. Δεν είσαι αυτό που είμαι. Από
την άλλη αυτή είναι αυτή που είναι. Μία έχει κέφια και μία νεύρα. Κάπως έτσι
είμαι και εγώ. Είμαι εγώ και αυτή. Οι δυό μας στην μέση του πουθενά. Κάπως έτσι
είμαστε όλοι μας.
Συγχώραμε που βρίζω τόσο. Εμείς οι βαρκάρηδες
έχουμε μία ιδιαίτερη διάλεκτο. Η όποια βρισιά εκφράζει τους πόνους και την
κούραση μας. Βασικά δεν κολλάμε πουθενά. Βλέπεις η θάλασσα δεν έχει βουνά ,ούτε
χαντάκια. Μόνο κύματα ,αφρούς ,ρεύματα που παρασέρνουν και καμιά φορά βρομιές
από την βρομιάρα την γη που εμείς οι ίδιοι βρομήσαμε.

