Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

νομενκλατούρα < ρωσική, номенклатура (nomenklatúra) < λατινική nomenclatura < nomenclator < nomen + calo

νομενκλατούρα (η) {χωρίς γενική πληθυντικού}

1. ο κατάλογος των ηγετικών θέσεων στα όργανα του (κομουνιστικού) κόμματος και του κράτους, στις οικονομικές μονάδες και τις κοινωνικές οργανώσεις, καθώς επίσης και των προσώπων που είναι κατάλληλα να καταλάβουν τις θέσεις αυτές, όπως καθορίστηκε από το Σοβιετικό Κομουνιστικό Κόμμα, αλλά και τα όμοια κόμματα των άλλων λεγομένων σοσιαλιστικών χωρών

2. (κακόσημο) η προνομιούχος κοινωνική τάξη των κρατικών και οικονομικών αξιωματούχων στο πλαίσιο ολοκληρωτικού καθεστώτος, κυρίως κομουνιστικού, αλλά και σε δημοκρατικά καθεστώτα: π.χ. η νομενκλατούρα του κόμματος (τα πρόσωπα που κατέχουν τις σημαντικότερες θέσεις στον κομματικό μηχανισμό).

Ετυμολογία < από το λατινικό nomenclatura «κατάλογος ονομάτων» < nomen-clator < nomen «όνομα» + -clator < calo «καλώ, ονομάζω». Ο nomenclator στην αρχαία Ρώμη ήταν ένας δούλος επιφορτισμένος με την ευθύνη να συνοδεύει τον κύριό του κατά τη διάρκεια τής προεκλογικής του εκστρατείας, προκειμένου να του κατονομάζει τα σπουδαία πρόσωπα που συναντούσε και να τηρεί ονομαστικό αρχείο αυτών των προσώπων.

Μπαμπινιώτη (2002) Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα

Η δημοκρατία και η νομεκλατούρα, πάνε πάντα μαζί.

και για να ακριβολογούμε, όσο λιγότερη δημοκρατία έχεις, τόσο μεγαλύτερη είναι η "νομεκλατούρα" σου.

και σαν "νομεκλατούρα", εννοώ τους "μηχανισμούς"

και "μηχανισμοί"  είναι

η ενημέρωση
οι δικαστικοί
οι στρατιωτικοί
τα σώματα ασφαλείας.
η εκκλησία

όπου  λοιπόν βλέπεις προνόμια, 'η "συγκεκαλυμμένα προνόμια" , ή "αποφάσεις", ή "στραβά μάτια", ή  "περίεργες διαδρομές", 

δεν χρειάζεται να αναρωτηθείς εάν με άριστα το 10,  τι βαθμό έχει η "δημοκρατία" σου.