Καθόταν ατάραχος μπροστά στο τζάμι. Ο ήλιος χτυπούσε με επιμονή το δεξί μοσχαναθρεμμένο μάγουλο του. Δεν ήξερε τι κοίταζε. Τα μισάνοικτα του μάτια ,τρελαμένα ,ανεβοκατέβαιναν. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Αλλά αυτός δεν σκεφτόταν τίποτα. Το μυαλό του ήταν κενό και αυτή ήταν καλύτερη στιγμή της μέχρι τώρα ημέρας του.
Μέχρι την στιγμή που είδε έναν χάρο να περνάει από μπροστά
του. Ο θόρυβος από την μηχανή του ακουγόταν από μακριά. Όσο πλησιάζει τόσο
περισσότερο το αίμα ανέβαινε στο κεφάλι του. Άρχισε να τον βρίζει. Αλλά που να
τον ακούσει ο χάρος πίσω από το τζάμι. Προσπάθησε ξανά να χάσει το μυαλό του
αλλά που. Αυτές είναι στιγμές που δεν σου χαρίζονται απλόχερα. Είναι εκεί που
δεν το περιμένεις. Δε ξέρεις πόσο θα κρατήσουν ούτε και πότε θα έρθουν. Σε
επισκέπτονται όποτε τους καπνίζει. Δαιμονικά θεϊκή η άφιξη τους.
Το μυαλό του ήταν τόσο φορτισμένο που ένοιωθε το βάρος του σιγά
σιγά να φουσκώνει. Τώρα θα εκραγεί. Τώρα θα σκάσει έλεγε από μέσα του με θυμό
και νεύρο. Έτσι και αυτός με την σειρά του αναζητούσε την αφασία. Να τον καταβάλει
ήθελε και να του πάρει το μυαλό μακριά.
Δεν ζητούσε πολλά. Μόνον λίγες στιγμές ηρεμίας. Λίγες
στιγμές κενότητας. Και το κατάλαβε από την στιγμή που σαν τρελαμένος λαχταρούσε
τον ύπνο. Σταμάτησε να ζει για την μέρα και τις πράξεις του. Ζούσε μόνο για τον
ύπνο. Για αυτή την φυσική αφασία. Περπατούσε στα σκοτεινά μονοπάτια του ονείρου
του και το μόνο που σκεφτόταν ήταν να μην τύχει κάτι και ξυπνήσει. Ναι ο βλάκας
,σκεφτόταν μέχρι και στον ύπνο του. Ήξερε ότι κοιμόταν αλλά ήταν ξύπνιος. Υπολόγιζε
τόσο καλά τις παραμέτρους του ,που κάθε περίπτωση για αυτόν ήταν ολόκληρη εξίσωση.
Τα προβλήματα του είχαν τοίχους και δεν ήταν διατεθειμένος να ξεφύγει από
δαύτους.
Ώρες ώρες ήθελε να αυτοπυρποληθεί. Να βγει στους δρόμους να
κάτσει στην μέση και να δώσει το ένα και μοναδικό του μήνυμα στον σαλεμένο
κόσμο. Αλλά και για αυτό το «πρόβλημα» είχε τις αμφιβολίες του. Το σχέδιο του
θα αποτύχαινε παταγωδώς. Οι κουτοί οι άνθρωποι θα τον έβλεπαν να καίγεται και
αντί να λάμβαναν το μήνυμα του ,θα έτρεχαν να τον σώσουν. Ποιος τους είπε πως
θέλει να σωθεί. Ποιος τους είπε το οτιδήποτε για εκείνον. Μετά θα έλεγαν οι
γιατροί πως ο αποθανόντας έπασχε από ψυχικές διαταραχές. Με την σειρά τους θα
έβγαιναν και οι περίεργοι γνωστοί του και θα έλεγαν και αυτοί με την σειρά τους
,πώς τον τελευταίο καιρό φερόταν περίεργα. Ανθρωπάκια δειλά και ανεύθυνα τα
όντα που κυριεύουν τον πλανήτη.
Ο κόσμος έχασε το συναίσθημα. Μαζί με αυτό έχασε και την
βαθύτητα των εννοιών. Ξέχασαν πως μία λέξη δεν αποτελείτε μόνο από γράμματα
αλλά και από συναισθήματα πράξεις και οτιδήποτε άλλο είχε να κάνει με τον νου.
Ζούσαν μία ζωή εικονική. Μια ζωή ψεύτικη. Και όσο μεγάλωναν τόσο περισσότερο
ξέφτιζαν. Τόσο περισσότερο ξέχναγαν το πόσο άπραγοι και ανίκανοι ήταν να δούνε
την αλήθεια. Γιατί η πραγματική αλήθεια τα καίει όλα στο πέρασμα της.
Γιατί η πραγματικότητα είναι σκληρή και μισαλλόδοξη. Με
την σειρά της η μισαλλοδοξία είναι αυτή που αποτελεί την κινητήριο δύναμη για
την επιβολή του απείρου.