Σικελικoί Εσπερινοί (ιταλ. Vespri Siciliani) ήταν η ονομασία της επανάστασης των Σικελών το 1282 ενάντια στο καθεστώς του Καρόλου του Ανδεγαυού, Γάλλου ευγενή βασιλέα ο οποίος με παπική συναίνεση είχε καταλάβει το Βασίλειο της Σικελίας 1268 και εμφανιζόταν ως ο επίδοξος κατακτητής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος σε συνεργασία με τον Πέτρο Γ΄ της Αραγωνίας πιστεύεται ότι αναμείχθηκαν στην λαϊκή εξέγερση και τελικά η Σικελία πέρασε στον έλεγχο της Αραγονίας, ενώ σημαντική ήταν και η προδιάθεση των Σικελών να εκδιώξουν τους κυβερνήτες τους.
Η εξέγερση ονομάστηκε έτσι επειδή ξεκίνησε κατά τη διάρκεια των Εσπερινών της Μεγάλης Δευτέρας, στις 30 Μαρτίου 1282. Ήταν η απαρχή του Πολέμου των Εσπερινών που κράτησε για 20 χρόνια, μέχρι δηλαδή το 1302.
Η ανταρσία, όπως προαναφέρθηκε, ξεκίνησε τη Δευτέρα του Πάσχα του έτους 1282 από την εκκλησία της Αγίας Τριάδος, που τότε βρισκόταν λίγο έξω από το Παλέρμο, και διαδόθηκε στο νησί. Επί έξι εβδομάδες σφαγιάζονταν Γάλλοι στρατιώτες και κάτοικοι.
Τα περιστατικά που οδήγησαν, ως αφορμές και όχι ως αίτια, στην ένοπλη αντι-ανδεγαυική εξέγερση δεν εξακριβώνονται πλήρως. Οι σχετικές βέβαια εισηγήσεις παρουσιάζουν κάποιες ομοιότητες. Μονάχα ένα χωριό με το όνομα Σπερλίγκα προστάτεψε Γάλλους στρατιώτες στο τοπικό κάστρο από ψαμμίτη.
Σύμφωνα με τον επιφανή βυζαντινολόγο Στήβεν Ράνσιμαν, οι ντόπιοι Σικελοί στο ναό της Αγ. Τριάδος γιόρταζαν την εορτή, όταν Γάλλοι αξιωματούχοι πέρασαν από εκεί για να λάβουν μέρος και άρχισαν να πίνουν. Ένας λοχίας, ονόματι Ντρουέ, έσυρε μια νεαρή παντρεμένη γυναίκα από το πλήθος, την οποία παρενόχλησε. Αμέσως ο σύζυγός της επιτέθηκε στον Ντρουέ, πληγώνοντάς τον θανάσιμα με ένα μαχαίρι. Μόλις οι υπόλοιποι Γάλλοι επιχείρησαν να εκδικηθούν το σύντροφό τους, το σικελικό πλήθος κινήθηκε εναντίον τους, σκοτώνοντάς τους όλους. Εκείνη τη στιγμή στην πόλη άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες, σημαίνοντας τον Εσπερινό της Μ. Δευτέρας. Ας αφήσουμε τον Ράνσιμαν να αποδώσει την ατμόσφαιρα του βραδιού εκείνου.
Η εξέγερση ονομάστηκε έτσι επειδή ξεκίνησε κατά τη διάρκεια των Εσπερινών της Μεγάλης Δευτέρας, στις 30 Μαρτίου 1282. Ήταν η απαρχή του Πολέμου των Εσπερινών που κράτησε για 20 χρόνια, μέχρι δηλαδή το 1302.
Τα περιστατικά που οδήγησαν, ως αφορμές και όχι ως αίτια, στην ένοπλη αντι-ανδεγαυική εξέγερση δεν εξακριβώνονται πλήρως. Οι σχετικές βέβαια εισηγήσεις παρουσιάζουν κάποιες ομοιότητες. Μονάχα ένα χωριό με το όνομα Σπερλίγκα προστάτεψε Γάλλους στρατιώτες στο τοπικό κάστρο από ψαμμίτη.
Σύμφωνα με τον επιφανή βυζαντινολόγο Στήβεν Ράνσιμαν, οι ντόπιοι Σικελοί στο ναό της Αγ. Τριάδος γιόρταζαν την εορτή, όταν Γάλλοι αξιωματούχοι πέρασαν από εκεί για να λάβουν μέρος και άρχισαν να πίνουν. Ένας λοχίας, ονόματι Ντρουέ, έσυρε μια νεαρή παντρεμένη γυναίκα από το πλήθος, την οποία παρενόχλησε. Αμέσως ο σύζυγός της επιτέθηκε στον Ντρουέ, πληγώνοντάς τον θανάσιμα με ένα μαχαίρι. Μόλις οι υπόλοιποι Γάλλοι επιχείρησαν να εκδικηθούν το σύντροφό τους, το σικελικό πλήθος κινήθηκε εναντίον τους, σκοτώνοντάς τους όλους. Εκείνη τη στιγμή στην πόλη άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες, σημαίνοντας τον Εσπερινό της Μ. Δευτέρας. Ας αφήσουμε τον Ράνσιμαν να αποδώσει την ατμόσφαιρα του βραδιού εκείνου.
Στον ήχο της καμπάνας αγγελιοφόροι διέτρεξαν την πόλη καλώντας τους άντρες του Παλέρμο να ξεσηκωθούν ενάντια στον καταπιεστή. Ευθύς οι δρόμοι γέμισαν με οργισμένους κατοίκους, που κραύγαζαν «Moranu li Francisi» (στα Σικελικά σημαίνει "Θάνατος στους Γάλλους"). Κάθε παρευρισκόμενος Γάλλος χτυπήθηκε. Ξεχύθηκαν στα πανδοχεία όπου σύχναζαν Γάλλοι και στα σπίτια όπου κατοικούσαν, χωρίς να ξεχωρίζουν άντρες, γυναίκες ή παιδιά. Σικελές κοπέλες που είχαν νυμφευθεί Γάλλους πέθαναν μαζί με τους συζύγους τους. Οι διαδηλωτές διέρρηξαν τα μοναστήρια των Δομινικανών και των Φραγκασκανών· και όλες οι ξένες μοναχές σύρθηκαν έξω και τις διέταξαν να προφέρουν τη λέξη «ciciri», φθόγγους που οι Γαλλόφωνοι αδυνατούν να προφέρουν. Όσες αποτύγχαναν σ' αυτό το τεστ, σκοτώνονταν... Μέχρι το επόμενο πρωί σχεδόν δύο χιλιάδες Γάλλοι -άνδρες και γυναίκες- κείτονταν νεκροί·και οι στασιαστές είχαν τον απόλυτο έλεγχο της πόλης. [1]