Ώρες ώρες μου έρχεται να τα
παρατήσω όλα και να φύγω. ‘Ωρες ώρες θέλω να ρίξω μαύρη πέτρα και να φύγω. Τους
βλέπω όλους τους ,μαζί και μένα ,πως κινούμαστε νευρικά σαν να ζητάμε κάτι που
δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι. Όλο περιμένουμε και όλο περιμένουμε. Τι περιμένουμε
ακριβώς ,ποιόν περιμένουμε και πότε θα έρθει όποιος περιμένουμε; Άλλος δύσμοιρος
και αυτός. Τι έρμες κατάρες ,τι έρμες βρισιές θα έχει φάει αυτός ο κάποιος που
περιμένουμε.
Θέλω να φύγω. Θέλω να ανταμώσω τις
ρίζες μου. Θέλω να με αγκαλιάσουν και να δεθώ αρμονικά μαζί τους. Θέλω οι
πέτρες να γίνουν τα αδέρφια μου και οι καρποί τα παιδιά μου. Θέλω να ζω ήρεμα
,όμορφα και πάνω από όλα ανθρώπινα. Η υποκειμενικότητα της άποψης μου είναι
αυτή που δίνει στους πόθους μου το απόλυτο δίκιο και ούτε ο θεός δεν μπορεί να
με σταματήσει.
Βέβαια αν κάτι με σταματάει είναι
ο μόχθος των προγόνων μου να με σπουδάζουν και να με μεγαλώσουν. «Και εγώ ρε
μάγκα γιατί σε σπουδάζω τόσα χρόνια;» Και γω με τι σειρά μου τι να του
απαντήσω; Σάμπως δεν έχει δίκιο; Δεν έχει άδικο και αν είχε δεν θα το ανέφερα καν. «Και αν όχι εδώ
,έξω ,να πάς αλλού με περισσότερες ευκαιρίες» Μα που να πάω ,εδώ γεννήθηκα ,εδώ
είναι το τόπος μου ,εδώ και η λογική μου. Εδώ γεννήθηκα ,εδώ και θα ψοφήσω.
Οι εποχές όμως αλλάζουν και οι
γενιά μας , αν και ποιο κακομαθημένη έχει μάθει να μην δείχνει ανοχή. Γιαυτό
τον λόγο είμαστε και χύμα στο κύμα. Μία από εδώ μία από εκεί.
Θέλω να πάω να ζήσω πάνω στο
βουνό. Στο πέτρινο μου που όλο και όλο είναι εξήντα τετραγωνικά και μετρά τέσσερις
γενιές. Ένα κατόι ,ένας οντάς ,μία κουζίνα και πιο πρόσφατα ένα μπάνιο. Μία
αυλή χωμένη σε μία πέτρα. Και στα ταβάνια στραβοκαμωμένα κυπαρίσσια για να
στηρίζουν το ταβάνι.
Είμαι παράλογος και τρελός ώρες
ώρες. Είμαι βλάκας και αθώος άλλες τόσες φορές. Ποιος όμως είδε προκοπή σε μία
χώρα τρελών αναρχοφασιστών που μόνο λογική δεν έχουν; Τα παρατήσαμε όλα στην
τύχη τους. Άλλοι κοιμούνται και η τύχη τους δουλεύει. Αν κάποιοι δεν κοιμούνται
,ίσως καταφέρουν να κάνουν κάτι παραπάνω.
«Μα εκεί δεν θα αντέξεις ,ούτε
μήνα βρε παιδί μου, πως θα τα βγάλεις πέρα;...» Ακούω την φιλόπονη μάνα ,να μου
φωνάζει όποτε ρεμβάζω και μιλάω για αυτά τα μέρη. Όσο μιλάει ,τόσο με θυμώνει.
Και όσο θυμώνω πόσο πεισμώνω. Αλλά στο κάτω κάτω της γραφής δεν έχει και άδικο.
Ή μήπως έχει;
Όπως και να έχει θα αναβάλω για
λίγο ακόμα τα σχέδια μου. Θα κάτσω στην πολυθρόνα μου περιμένοντας να μου
σταλθούν οι νέες φορολογικές μου υποχρεώσεις για το νέο έτος.
