Κυριακή 28 Ιουνίου 2015

Επιστροφή στις αλάνες



Επιστροφή στο μέλλον. Οι μέρες πέρασαν και άλλες νέες έφτασαν. Τα παιδιά μεγάλωσαν και κάποια άλλα παιδιά πήραν τις θέσεις τους. Είναι πλέον άνοιξη. Τα πρώτα χορτάρια έχουν βγει στις αλάνες και τα παιδιά ξεχύνονται σε αυτές με μία μπάλα στο χέρι. Στήνουν 4 πέτρες για δοκάρια ,χαρίσουν με το παπούτσι τα όρια του γηπέδου και το παιχνίδι αρχίζει. Η ώρα είναι 6. Τελείωσαν με τα μαθήματα και αφού τράβηξαν το φουστάνι της μαμάς γεμάτα μανία ,πήραν την άδεια της να βγουν έξω στην αλάνα. «Δέκα η ώρα να είσαι σπίτι» ,φωνάζει η μάνα καθώς ο μικρός κλείνει την πόρτα ,φορώντας τα λιμένα παπούτσια του.


Η μανάδες μαζεμένες στο μπαλκόνι πίνουν τον καθιερωμένο ελληνικό καφέ τους ,μιλώντας αναμεταξύ τους ενώ ταυτόχρονα βλέπουν από μακριά τα παιδιά τους να κινούνται σαν δαιμονισμένα εντός των ορίων που τα ίδια έστησαν. Και αν πέσουν και τρέξει αίμα από το γόνατο αυτές δεν ανχώνονται. Τα μικρά ,ρίχνουν λίγο χώμα και η πληγή τους κλείνει. Κουβεντιάζουν ,γελάνε με την καρδιά τους ,παρακαλούν που και που τους άντρες τους που είναι στο δωμάτιο να μην φωνάζουν.


Οι μεγάλοι πλέον γυρνάνε νωρίς από τις δουλειές. Αναθεώρησαν λένε, θέλουν να περνούν χρόνο με τα παιδιά τους. Τα κοιτούν γεμάτοι ευγνωμοσύνη ,που για άλλη μία μέρα τα βλέπουν σώα ,να περιφέρονται από δωμάτιο σε δωμάτιο ζωγραφίζοντας σε χαρτιά και που και που στους τοίχους. Αυτή είναι η ζωή τους. Τα όνειρα τους σιγά σιγά πραγματοποιούνται ,και έρχονται να αντικαταστήσουν τον παλιό και ανέφικτο τρόπο ζωής ,ο οποίος δεν τους προσέφερε τίποτα παρά μόνο άγχη ,μιζέρια και μορφές επιφανειακής χαράς από τον σωλήνα της τυπικότητας και του καθωσπρεπισμού.


Οι περισσότεροι ασχολούνται με την αγροτιά. Γύρισαν πίσω. Έβγαλαν με τα χέρια τα χορτάρια που ήταν δίπλα από τις ελιές και τα αμπέλια και μετά από δεκαετίες τα κούρεψαν και τους έριξαν το πρώτο νερό.  Άλλοι έστησαν τα μικρά τους μαγαζάκια και γίνηκαν έμποροι. Πουλάνε λίγα και καλά. Αν μπεις στα μαγαζιά τους ,η φύση χορεύει μπροστά σου σε ρυθμούς εξωφρενικούς. Στην γωνία έχουν τα σακιά με τα όσπρια. Παραδίπλα το ψυγείο με τα τυριά. Οι μυρωδιές έρχονται και ενώνονται και δημιουργούν ένα χαρμάνι πρώτης τάξεως ,που ο μικρός από την γειτονιά, μπαίνει στο μαγαζί καθήμενος με τις ώρες γυρνώντας το κεφάλι του για να τα μυρίσει όλα. Πλέον λίγα παιδιά σπουδάζουν επιστήμες. Δέθηκαν με την γη τους και την προτίμησαν. Δέθηκαν με τους καρπούς των χεριών τους και τους συνήθισαν. Είναι η δεύτερη τους μάνα. Έτσι την αποκαλούν. Την γεύονται ,την εκτιμούν και αυτή με την σειρά της τους εκτιμάει δίνοντας τους απλόχερα τους ποθητούς καρπούς της.


Η αξιοπρέπεια έγινε η δεύτερη τους φύση. Εκτίμησαν τα λίγα και έτσι έμαθαν να ζουν με αυτά. Απομυθοποίησαν τα πολλά και για αυτό τα άφησαν στην άκρη. Τα λούσα και τα κουτιά τώρα βρίσκονται σε αποθήκες και υπόγεια. Τα βλέπουν και γελούν. Δεν τα σπάνε ,τα αφήνουν εκεί να μαραίνονται και να τα τρώει το σαράκι.


Οι εποχές τελικώς άλλαξαν. Οι ρόλοι αντιστράφηκαν και το παλιό έγινε νέο. Λεφτά πολλά μπορεί να μην ξαναϋπάρξουν ,αλλά υπάρχει πραγματική αγάπη ,αλληλεγγύη και κατανόηση.  Αυτοί είμαστε εμείς. Αυτός είναι και ο τόπος μας.